καψικός
English (LSJ)
ή, όν, like a box, κάρνον PFlor.241.7 (iii A.D.).
Greek Monolingual
-ή, -ό 1. αυτός που μοιάζει με κάψα, με θήκη
2. το ουδ. ως ουσ. το καψικό
α) το φυτό πιπεριά
β) το σφοδρό ψύχος που κατακαίει τους τρυφερούς βλαστούς, η παγωνιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. 1.< κάψα (I). Με τη σημ. 2. < κάψα (II)].