πιπεριά

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source

Greek Monolingual

η, Ν πιπέρι
βοτ.
1. κοινή ονομασία τών καλλιεργούμενων ειδών του γένους καψικό, καθώς και του εδώδιμου καρπούς τους
2. είδος καλλωπιστικού φυτού.