καψικός

From LSJ

Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen

Menander, Monostichoi, 57
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καψικός Medium diacritics: καψικός Low diacritics: καψικός Capitals: ΚΑΨΙΚΟΣ
Transliteration A: kapsikós Transliteration B: kapsikos Transliteration C: kapsikos Beta Code: kayiko/s

English (LSJ)

καψική, καψικόν, like a box, κάρνον PFlor.241.7 (iii A.D.).

Greek Monolingual

-ή, -ό 1. αυτός που μοιάζει με κάψα, με θήκη
2. το ουδ. ως ουσ. το καψικό
α) το φυτό πιπεριά
β) το σφοδρό ψύχος που κατακαίει τους τρυφερούς βλαστούς, η παγωνιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. 1.< κάψα (I). Με τη σημ. 2. < κάψα (II)].