κατόπιθεν
From LSJ
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
English (LSJ)
Adv., = κατόπισθεν, POxy.2146.8 (iii A.D.), Gloss.
Greek Monolingual
κατόπιθεν (Α)
επίρρ. βλ. κατόπισθεν.