κρεαδοσία
From LSJ
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
English (LSJ)
ἡ, distribution of meat, Inscr.Prien.111.174 (i B. C.), IG7.2712.68 (Acraeph.).
Greek (Liddell-Scott)
κρεᾱδοσία: κρεᾱδοτέω, τύποι ἰσοδύναμοι τοῖς κρεοδ-, Συλλ. Ἐπιγραφ. 1625. 49., 2906.
Greek Monolingual
κρεαδοσία, ἡ (Α)
βλ. κρεοδαισία.