κυμινοπώλης
From LSJ
Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst
English (LSJ)
ου, ὁ, cumminseller, PMasp.146.2, al. (vi A.D.).
Greek Monolingual
κυμινοπώλης, ὁ (Α)
πάπ. αυτός που πουλά κύμινα.