λεπτόπρυμνος

From LSJ
Revision as of 02:57, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

διὰ χαρίτων γίγνεσθαί τινι → be pleasing to one

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτόπρυμνος Medium diacritics: λεπτόπρυμνος Low diacritics: λεπτόπρυμνος Capitals: ΛΕΠΤΟΠΡΥΜΝΟΣ
Transliteration A: leptóprymnos Transliteration B: leptoprymnos Transliteration C: leptoprymnos Beta Code: lepto/prumnos

English (LSJ)

ον, with slender stern, ναῦς B.16.119.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτόπρυμνος: -ον, ἐπὶ πλοίου, ἔχων λεπτὴν πρύμναν, νῆα παρὰ λεπτόπρυμνον φάνη Βακχυλ. 16. 119 (ἔκδ. Blass).

Greek Monolingual

λεπτόπρυμνος, -ον (Α)
(για πλοίο) αυτό που έχει λεπτή, κομψή πρύμνη («νῄα παρὰ λεπτόπρυμνον φάνη», Βακχυλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + -πρυμνος (< πρύμνη), πρβλ. εύ-πρυμνος, ταχύ-πρυμνος].