λημαλέος

Revision as of 03:05, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

α, ον, (λήμη) bleared, of the eyes, Luc.Lex.4.

German (Pape)

[Seite 39] triefäugig, thränend, Luc. Lexiph. 4.

Greek (Liddell-Scott)

λημᾰλέος: -α, -ον, (λήμη) πλήρης λήμης, «τσιμπλιάρης», ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, Λατ. lippus, Λουκ. Λεξιφ. 4· - ἐν Γλωσσ. ὡσαύτως ληματίας, ἴδε τὸ ἑπόμ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
chassieux, qui a les yeux faibles ou malades.
Étymologie: λήμη.

Greek Monolingual

λημαλέος, -α, -ον (Α) λήμη
(για τα μάτια) γεμάτος τσίμπλες, τσιμπλιασμένος.

Russian (Dvoretsky)

λημᾰλέος: с гноящимися или слезящимися глазами Luc.