ληνεών
From LSJ
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, the place of the ληνός 1, Gp.6.1.3.
German (Pape)
[Seite 40] ῶνος, ὁ, der Ort, wo die Kelter steht, Geopon.
Greek (Liddell-Scott)
ληνεών: -ῶνος, ὁ, τὸ μέρος ἔνθα ἦτο ὁ ληνός, Γεωπ. 6. 1, 3.
Greek Monolingual
ληνεών, -ῶνος, ὁ (Μ) ληνός
ο τόπος όπου βρίσκεται ο ληνός, το πατητήρι.