μεσοδόμιον
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
τό, v. μεσολάνιον.
Greek Monolingual
μεσοδόμιον, τὸ (Α) [[[μεσόδομος]] II]
το μεσολάνιον.