μικρομέρεια
From LSJ
Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
English (LSJ)
ἡ, a consisting of small parts, Id.de An.405a11, Mete. 348a9, Pr.967b7.
German (Pape)
[Seite 184] ἡ, das Bestehen aus kleinen Theilen, Arist. de anim. 1, 2 meteor. 1, 12.
Greek (Liddell-Scott)
μικρομέρεια: ἡ, τὸ ἐκ μικρῶν μερῶν συνίστασθαι, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 1. 2, 15, Μέτεωρ. 1. 12, 3, Προβλ. 38. 8, 2.
Russian (Dvoretsky)
μῑκρομέρεια: ἡ расчлененность на мелкие части, мелкозернистость Arst.