νεάρωσις
From LSJ
Σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Decet tacere quam loqui, quae non decet → Schweig besser still, als dass du sagst, was du nicht darfst
English (LSJ)
εως, ἡ, rejuvenation, Poet.in PIand.78.13.
Greek Monolingual
νεάρωσις, ἡ (Α)
ανανέωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεαρός + κατάλ. -ωσις, πιθ. μέσω αμάρτυρου νεαρῶ].