οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
Full diacritics: νοοσφᾰλής | Medium diacritics: νοοσφαλής | Low diacritics: νοοσφαλής | Capitals: ΝΟΟΣΦΑΛΗΣ |
Transliteration A: noosphalḗs | Transliteration B: noosphalēs | Transliteration C: noosfalis | Beta Code: noosfalh/s |
ές, (σφάλλω) = νοοπλανής 11, Nonn.D.17.277.
νοοσφᾰλής: -ές, (σφάλλω) = νοοπλανής, Νόνν. Δ. 7. 277.
νοοσφαλής, -ές (Α)
αυτός που καθιστά κάποιον παράφρονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + -σφαλής (< σφάλλω), πρβλ. δομο-σφαλής, μεθυ-σφαλής].