ἐγκέλευστος

Revision as of 05:35, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, urged on, ὑπό τινος X.An. 1.3.13.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκέλευστος: -ον, ἐγκελευσθείς, διαταχθείς, «βαλμένος», Ξεν. Ἀν. 1. 3, 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a reçu un ordre, ordonné.
Étymologie: ἐγκελεύω.

Spanish (DGE)

-ον
• Grafía: graf. ἐκκ- Synes.Ep.73 (p.132)
1 animado, apremiado, instigado de pers. ἀνίσταντο ... ὑπ' ἐκείνου ἐγκέλευστοι X.An.1.3.13, ὑπὸ Κύρου X.Cyr.5.5.39, cf. D.H.4.12, κατήγορος Synes.l.c.
2 dirigido θρῆνος ἐ. I.BI 2.6.

Greek Monolingual

ἐγκέλευστος, -ον (Α)
εγκάθετος, διαταγμένος, βαλτός.

Greek Monotonic

ἐγκέλευστος: -ον, παροτρυμένος, αυτός που έχει προσταχθεί, αυτός που έχει δεχθεί διαταγή, διατεταγμένος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκέλευστος: повинующийся (действующий по) приказанию, побуждаемый (ὑπό τινος Xen.).

Middle Liddell

ἐγκέλευστος, ον
urged on, bidden, commanded, Xen. [from ἐγκελεύω