ἐγχέλειον
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
τό, Dim. of ἔγχελυς, in sg., Ar.Fr.318.7, Antiph.222.4: mostly in plural, Pherecr.108.12, Callias Com.3, Posidipp.14; ὀπτᾶτε τἀγχέλεια Ar.Ach.1043: but in ll.cc. prob. neut. pl. of ἐγχέλειος (sc. κρέα or τεμάχη); so τέμαχος ἐγχέλειον Pherecr.45, cf. Eust. 1231.36.
German (Pape)
[Seite 713] τό, dim. von ἔγχελυς, Aelchen; Ar. bei Ath. III, 104 e; ὀπτᾶτε τἀγχέλεια Ar. Ach. 1087, wo Andere besser κρέα ergänzen, Aalfleisch, von
Greek (Liddell-Scott)
ἐγχέλειον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἔγχελυς, καθ’ ἑνικ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 302. 7, Ἀντιφάν. ἐν «Φιλώτιδι» 1. 4· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. ἐγχέλεια Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1. 12, Καλλίας ἐν «Κύκλωψι» 1. 2, Ποσείδιππ. ἐν «Λοκρίσιν» 1· ὀπτᾶτε τἀγχέλεια Ἀριστοφ. Ἀχ. 1043: - ἐν πᾶσι τούτοις τοῖς χωρίοις ἐγχέλεια δυνατὸν νὰ εἶναι οὐδ. πληθ. τοῦ ἐγχέλειος (ἐξυπακουομένου τοῦ κρέα ἢ τεμάχη)· μάλιστα παρὰ Φερεκρ. ἐν «Δουλοδιδάσκάλῳ» 1 εὑρίσκομεν τέμαχος ἐγχέλειον, πρβλ. Εὐστ. 1231. 36.
Russian (Dvoretsky)
ἐγχέλειον: τό Arph. = ἔγχελυς.