ἐκτεκταίνομαι
From LSJ
English (LSJ)
aor. I ἐξετεκτηνάμην, construct, τὰς φλιὰς τῶν ὀνίσκων Hp.Art.47.
Greek Monolingual
ἐκτεκταίνομαι (Α)
οικοδομῶ.
Full diacritics: ἐκτεκταίνομαι | Medium diacritics: ἐκτεκταίνομαι | Low diacritics: εκτεκταίνομαι | Capitals: ΕΚΤΕΚΤΑΙΝΟΜΑΙ |
Transliteration A: ektektaínomai | Transliteration B: ektektainomai | Transliteration C: ektektainomai | Beta Code: e)ktektai/nomai |
aor. I ἐξετεκτηνάμην, construct, τὰς φλιὰς τῶν ὀνίσκων Hp.Art.47.
ἐκτεκταίνομαι (Α)
οικοδομῶ.