ἐπίμοιρος

Revision as of 07:10, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, partaking in, c. gen., στεφάνων B.1.48, cf. Euryph. ap. Stob.4.39.27.

German (Pape)

[Seite 964] theilhaftig, fähig, τινός, Stob. flor. 103, 27 aus Eurypham.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίμοιρος: -ον, μετέχων τινός, μετὰ γεν., εὐδαιμοσύνας ἐπίμοιρος (βίος) Εὐρυφάν. παρὰ Στοβ. 555. 42, Βακχυλ. 1. 158, Πρόκλ. 6. 26., 7. 25.

Greek Monolingual

ἐπίμοιρος, -ον (Α)
κοινωνός, μέτοχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μοιρος (< μοίρα < μείρομαι «διαιρώ, συμμετέχω»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. δίμοιρος, μεμψίμοιρος)].