ἔγκυρτος
From LSJ
Γνώμη γερόντων ἀσφαλεστέρα νέων → Senum quam iuvenum monita attendes tutius → Der Alten Rat und Meinung birgt mehr Sicherheit
English (LSJ)
ον, curved or crooked, Hp.Mochl.1, Arist.Pr.908b29.
Greek (Liddell-Scott)
ἔγκυρτος: -ον, κυρτός, κεκυρτωμένος, ἁψιδωτός, Ἱππ. Μοχλ. 841, Ἀριστ. Φυσιογν. 3. 5.
Spanish (DGE)
-ον
curvado, abombado de un hueso ἔ. ἔξω καὶ ἔμπροσθεν Hp.Mochl.1, τὸ μετάφρενον Hp.Int.47
•de pers. encorvado μικρὸν ἔ. Arist.Phgn.807b30, cf. Vett.Val.105.2
•subst. οἱ ἔγκυρτοι de pers. los contrahechos Arist.Pr.908b29.
Greek Monolingual
ἔγκυρτος, -ον (Α)
αψιδωτός, καμπυλόσχημος.
Russian (Dvoretsky)
ἔγκυρτος: сгорбленный, сутулый Arst.