ξενοδόκος
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
English (LSJ)
Ion. and Ep.ξεινοδόκος, ὁ,
A one who receives strangers, host, ἵν' ὁμῶς τερπώμεθα πάντες ξεινοδόκοι καὶ ξεῖνος Od. 8.543 ; ξεῖνος μιμνήσκεται ἤματα πάντα ἀνδρὸς ξεινοδόκου 15.55, cf. Il.3.354, Od.8.210, Theoc.16.27, Jul.Or.2.96a, AP 10.15 (Paul. Sil.):—later ξενο-δόχος, Ph.2.17, al.; head of a ξενοδοχεῖον, Just.Nov.7.1, al. II witness, Simon.84.7, cf. Hsch.—The forms ξενοδόχος, -δοχέω, -δοχία are condemned by Moer.p.271 P., Thom.Mag.p.251 R. ; cf. ξενηδόκος.