νοστέω
Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt
English (LSJ)
A go or come home, return, ν. ἐς πατρίδα γαῖαν Od.1.290, Epic. ap. Plu.2.297b; ν. οἴκαδε, οἶκόνδε, ὅνδε δόμονδε, Il.4.103, 5.687, Od.1.83: c. acc., ν. Ἄργος, οἶκον, S.OC1386, E.IT534: pleon., ὀπίσω ν. Hdt.3.26; ν. πάλιν Ar.Av.1270: c. dat. modi, ν. κεινῇσι χερσί Hdt.1.73:—Med., νοστήσατο πάτρην Q.S.1.269. 2 abs., return safe, Il.10.247; return, ἢ εὖ ἦε κακῶς νοστήσομεν 2.253; κάλλιον ἂν . . ἐνόστησ' ἀντιπάλων Pi.N.11.26, etc. 3 go or come, κεῖσε Od.4.619; δεῦρο E.Hel.474; γῆν τήνδε ib.891; εἰς ἐκκλησίαν Ar.Ach. 29. 4 c. acc. cogn., ὑπὸ γῆς νοστήσαντι πορείαν Pl.Ep.335c. II (cf. νόστος II, νόστιμος II) ἐνόστησε τὸ ὕδωρ the water became drinkable, Paus.7.2.11.