ἀκλόνητος
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
English (LSJ)
ον, unshaken, unmoved, Suid., Phot.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκλόνητος: -ον, ἀδιάσειστος, ἀκλόνητος, Συνέσ., Σουΐδ., Συλλ. Ἐπιγρ. 8672. ― Ἐπίρρ. -τως, Κύριλλ.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no zarandeado, que no sufre sacudidas Φαέθων ... μήτε οἷός τε ὢν ... ἐφιππάζεσθαι ἀ. Palaeph.52.
2 inalterable de Cristo, Origenes M.12.289B, del hombre, Cyr.Al.M.69.956A, c. ac. de rel. τὴν γνώμην ἀκλόνητοι Gr.Nyss.Mart.2.163.1.
II adv. -ως inalterablemente Cyr.Al.M.72.88D.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀκλόνητος, -ον) κλονῶ
1. αυτός που δεν κλονίζεται, αδιάσειστος, σταθερός
2. απτόητος, αμετάπειστος
μσν.
επίρρ. ἀκλονήτως
χωρίς λιποψυχία.