ἀλήθευσις
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
εως, ἡ, possession of truth, S.E.M.7.394.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλήθευσις: -εως, ἡ, = ἀλήθεια ΙΙ, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 394.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
veracidad οὔτε ἀ. τις ἔστιν οὔτε ἀπλανησία S.E.M.7.394.
Russian (Dvoretsky)
ἀλήθευσις: εως ἡ истинность, правдивость Sext.