ἀμέλητος

Revision as of 09:47, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, not to be cared for, unworthy of care, πόλλ' ἀμέλητα μέλει Thgn.422. Adv. ἀμελητί heedlessly, Luc.Tim.12.

German (Pape)

[Seite 121] warum man sich nicht kümmern soll, Theogn. 422.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμέλητος: -ον, ὅμοιον τῷ ἀμελὴς ΙΙ, περὶ οὗ δὲν φροντίζει τις, ἀνάξιος φροντίδος, πόλλ’ ἀμέλητα μέλει Θέογν. 422. ― Τὸ ἐπίρρ. ἀμελητί, ἐν Λουκ. Τίμ., 12, εἶναι πιθανῶς ἐσφ. γρ. ἀντὶ ἀμελλητί.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont on ne se préoccupe pas.
Étymologie: ἀμελέω.

Spanish (DGE)

-ον
que no debería importar καί σφιν πόλλ' ἀμέλητα μέλει les importan muchas cosas que no deberían importarles Thgn.422.

Greek Monolingual

ἀμέλητος, -ον (Α)
ο μη άξιος φροντίδας, προσοχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + μέλω.

Greek Monotonic

ἀμέλητος: -ον (ἀμελέω), αυτός για τον οποίο δε φροντίζει κάποιος, σε Θέογν.

Middle Liddell

ἀμελέω
not to be cared for, Theogn.