ἀλφιτοσκόπος

Revision as of 10:00, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ὁ, = ἀλφιτόμαντις, Hsch. (-σκόπαι cod.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀλφῐτοσκόπος: ὁ, = ἀλφιτόμαντις, Ἡσύχ.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ adivino por medio de harina de cebada Hsch.

Greek Monolingual

ἀλφιτοσκόπος, ο (Α)
κατά τον Ησύχ. ο «ἀλφιτομάντις», αυτός που ασκεί τη μαντική τών αλφίτων, την αλευρομαντεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλφιτον (-α) + -σκόπος < σκοπός.