ἀνηρεφής
From LSJ
γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules
English (LSJ)
ές, not couered, A.R.2.1171.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνηρεφής: -ές, (ἐρέφω) ἄνευ ὀροφῆς, ἀνηρεφέος πέλε νηοῦ Ἀπολλ. Ρόδ. 2. 1171 (κατὰ Μαδβ. εὐηρεφέος).
Spanish (DGE)
-ές no cubierto νηός A.R.2.1171.
Greek Monolingual
ἀνηρεφής, -ές (Α) ερέφω
ο χωρίς οροφή, ασκέπαστος.