προσοράω
From LSJ
φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death
English (LSJ)
fut.
A -όψομαι S.Ant.764: Dor. ποθόρημι Theoc.6.22 (vv. ll. ποθορῶμαι, -ῆμαι, but prob. ποθορῷμι), inf. ποθορῆν AP9.604 (Noss.):—look at, behold, Mimn.1.8, Xenoph.2.6, S. l.c., El.381, Pl.Phdr.250e; προσορῶσα δόμοισι βλάβαν S.Tr.842 (lyr.); cf. προσεῖδον :—Med., προσορωμένα Id.OC244 (lyr.).