ἀνημερότης
From LSJ
English (LSJ)
ητος, ἡ, wildness, savageness, Phld.Oec.p.68 J., Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνημερότης: -ητος, ἡ, = ἀγριότης, σκαιότης, Γλωσσ.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
tosquedad, rudeza καὶ ἀφιλανθρωπία καὶ ἀ. ζημιοῖ πολλά Phld.Oec.68, cf. Gloss.2.227.