ἀοιδοθέτης

Revision as of 10:18, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, lyric poet, AP7.50 (Archim.).

German (Pape)

[Seite 272] ὁ, Liederdichter (wie νομοθέτης), Archimel. 2 (VII, 50).

Greek (Liddell-Scott)

ἀοιδοθέτης: -ου, ὁ, λυρικὸς ποιητής, Ἀνθ. Π. 7. 50· πρβλ. ὑμνοθέτης, νομοθέτης.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui compose des chants, poète lyrique.
Étymologie: ἀοιδή, τίθημι.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ poeta, AP 7.50 (Archimel.).

Greek Monolingual

ἀοιδοθέτης, ο (Α)
αυτός που συνθέτει ωδές, ο λυρικός ποιητής.

Greek Monotonic

ἀοιδοθέτης: -ου, ὁ (τίθημι), ποιητής που καλλιεργεί το είδος της λυρικής ποίησης, λυρικός ποιητής, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀοιδοθέτης: ου ὁ слагатель песен, песнопевец Anth.

Middle Liddell

τίθημι
a lyric poet, Anth.