ἁβρυντής
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
English (LSJ)
οῦ, ὁ, coxcomb, fop, Adam.1.23.
German (Pape)
[Seite 5] οῦ, ὁ, Stutzer, Weichling, Adamant. Phys. 2, 20 neben καλλωπισταί.
Greek (Liddell-Scott)
ἁβρυντής: -οῦ, ὁ, καλλωπιζόμενος ἐπιδεικτικῶς, θηλυπρεπής. Ἀδαμ. Φυσιογν. 2. 20, παρὰ τῷ καλλωπισταί.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
remilgado οἱ ... μαλθακῶς βλέποντες ἁβρυνταί, καλλωπισταί, μοιχικοί los que miran tiernamente son remilgados, dados a los afeites y conquistadores de casadas Adam.1.23.