ἀποδερματίζω
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
flay, strip, Androm. ap. Gal.12.991, Sch.Nic.Al. 301, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδερματίζω: ἐκδέρω, «γδέρνω», Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλ. 301, Ἡσυχ.: - Ἐντεῦθεν οὐσιαστ. - ισμός, ὁ, Γλωσσ.
Spanish (DGE)
arrancar, quitar τύλους Androm. en Gal.12.991, en v. pas. Sch.Nic.Al.301, Hsch.
Greek Monolingual
ἀποδερματίζω (Α)
αφαιρώ το δέρμα, γδέρνω.