ἁλιαδίτης
From LSJ
Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
English (LSJ)
ὁ, title of posting-official, = λραμματηφόρος τοῦ ὀξέως δοόμου, PFlor.39.16 (iv A. D.).
Spanish (DGE)
-ου, ὁ correo fluvial ἁλιαδιτῶν ὑπ[ηρετο] υμένων τῷ δημοσίῳ δρόμῳ PBeatty Panop.2.275 (III d.C.), encargado del servicio urgente ἁ. ἤτοι γραμματηφόρος τοῦ ὀξέως δρόμου Wilcken Chr.405.6, PSI 1108.8, POxy.3623.8 (todos IV d.C.).
Greek Monolingual
ἁλιαδίτης, ο (Α)
γραμματοκομιστής, ταχυδρόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλιάς, η ή ἁλιάδης.