αρτοπωλείο

From LSJ
Revision as of 10:21, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392

Greek Monolingual

το (Α ἀρτοπωλεῖον) αρτοπώλης
το κατάστημα όπου πουλιέται άρτος
αρχ.
το εργαστήριο όπου φτιάχνουν ψωμί.