εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more
κητοθηρεῖον και κητοθήριον, το (Α)αποθήκη σκευών χρήσιμων στην αλιεία μεγάλων ψαριών.[ΕΤΥΜΟΛ. < κῆτος + -θηρεῖον (< θηρεύω)].