Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
Βακχεῖον, το (Α)1. ο ναός του Βάκχου2. η βακχική μανία3. πληθ. Βακχεῑα και Βάκχια, τατα βακχικά όργια.