γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
Full diacritics: αὐλήτης | Medium diacritics: αὐλήτης | Low diacritics: αυλήτης | Capitals: ΑΥΛΗΤΗΣ |
Transliteration A: aulḗtēs | Transliteration B: aulētēs | Transliteration C: avlitis | Beta Code: au)lh/ths |
ου, ὁ, (αὐλή III), = αὐλίτης, Hsch.
αὐλήτης: -ου, ὁ, (αὐλή ΙΙΙ) ἴδε αὐλίτης.
v. αὐλίτης.
αὐλήτης: ου ὁ Her., Arph. = αὐλίτης.