αὐτότης
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
ητος, ἡ, identity, S.E.M.10.261, v.l. in Porph.Sent.39.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτότης: -ητος, ἡ, ταυτότης, ἀντίθ. τῷ ἑτερότης, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 261.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ la identidad S.E.M.10.261, Porph.Sent.39.
Russian (Dvoretsky)
αὐτότης: ητος ἡ тождество Sext.