αὐτόδειπνος
From LSJ
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
English (LSJ)
ον, = αὐτόδαιτος, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόδειπνος: -ον, «ὅταν τις κεκλημένος ἑαυτῷ φέρῃ τὰ ἐπὶ δεῖπνον» Ἡσύχ., πρβλ. αὐτόσιτος.
Spanish (DGE)
-ον que lleva su propia parte al festín Hsch.