εὐνουχισμός

From LSJ
Revision as of 10:36, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐνουχισμός Medium diacritics: εὐνουχισμός Low diacritics: ευνουχισμός Capitals: ΕΥΝΟΥΧΙΣΜΟΣ
Transliteration A: eunouchismós Transliteration B: eunouchismos Transliteration C: evnouchismos Beta Code: eu)nouxismo/s

English (LSJ)

ὁ, castration, Gal.4.576:

German (Pape)

[Seite 1084] ὁ, das Entmannen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὐνουχισμός: ὁ, τὸ εὐνουχίζειν, Ἰωάν. Χρυσ. τ. 2. σ. 700, Ὠριγ. ΙΙΙ. 1253Α, κλ. - εὐνουχιστής, οῦ, ὁ εὐνουχίζων, Γλωσσ.

Greek Monolingual

και μουνουχισμός, ο (ΑΜ εὐνουχισμός)
εὐνουχίζω η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ευνουχίζω, χειρουργική επέμβαση με την οποία αφαιρούνται ή καταστρέφονται οι γεννητικοί αδένες ανθρώπων και ζώων, η στείρωση.