οὔνης
From LSJ
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
English (LSJ)
κλέπτης, κλεπτῶν συνηφαρεία (sic), Hsch. οὔνιος· εὖνις, δρομεύς, κλέπτης, Id. οὔνομα, οὐνομάζω, etc., v. ὄνομα, ὀνομάζω, etc. οὖνον· ὑγιές. Κύπριοι δρόμον, Id.
Greek (Liddell-Scott)
οὔνης: «κλέπτης» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
οὔνης (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κλέπτης, κλεπτῶν συνηφαρεία».
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. ούνει].