ἀπροδιηγήτως
From LSJ
ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
English (LSJ)
Adv., (διηγέομαι) without preface, Tz.Proll.Hes.10.
German (Pape)
[Seite 338] ohne vorangegangene Erzählung?
Greek (Liddell-Scott)
ἀπροδιηγήτως: ἐπίρρ. (διηγέομαι) = ἀπροοιμιάστως, ἀπροδιηγήτως καὶ ἀκεφάλως Τζέτζ. Προλεγ. εἰς Ἡσιόδ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. σ. 10, Ἔκδ. Γαισφ.
Spanish (DGE)
adv. sin introducción Tz.ad Hes.10.