ἀσκοφορέω
From LSJ
English (LSJ)
bear wineskins at the feast of Bacchus, AB214:— Adj. ἀσκο-φόρος, ον, ibid.
German (Pape)
[Seite 372] Schläuche tragen, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσκοφορέω: φέρω ἀσκοὺς οἴνου κατὰ τὴν ἑορτὴν Βάκχου, «ἀσκοφορεῖν: τὸ ἐν ταῖς Διονυσιακαῖς πομπαῖς τοὺς ἀστοὺς, ἐσθῆτα ἔχοντας ἥν βούλονται, ἀσκοὺς κατὰ τῶν ὤμων φέρειν· καὶ οἱ τοῦτο ποιοῦντες ἀσκοφόροι καλοῦνται», Α. Β. 214, 3: ― Ἐπίθ. -φόρος, ον, αὐτόθι.
Spanish (DGE)
llevar los odres en las fiestas de Dioniso AB 214.