ἀφανέω
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
English (LSJ)
fail to put in an appearance, dub. in PTeb.43.22 (ii B. C.):— but ἀφᾱνέω, thrash, beat, Ar.Eq.394; cf. ἄφηνα· ἔκοψα, and ἀφῆναι· τὸ τὰς ἐπτισμένας κριθὰς ταῖς χερσὶ τρῖψαι, Hsch.; v. αἵνω.
Spanish (DGE)
(ἀφᾱνέω)
trillar τοὺς στάχυς ... ἐν ξύλῳ δήσας ἀφανεῖ habiendo agavillado las espigas atándolas a un palo, trilla Ar.Eq.394 (ap. crít.), cf. ἄφηνα· ἔκοψα Hsch., ἀφῆναι· τὸ τὰς ἐπτισμένας κριθὰς ταῖς χερσὶ τρίψαι Hsch.
• Etimología: Cf. αἵνω, ἀνέω.