ἀφαμαρτοεπής

Revision as of 10:52, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ές, = ἁμαρτοεπής, talking at random, Il.3.215.

German (Pape)

[Seite 406] ές (ἔπος), in der Rede abirrend, den Zweck derselben verfehlend, Il. 3, 215.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφαμαρτοεπής: -ές, ἀμαρτοεπής, «ὁ ἀποτυγχάνων τοῦ σκοποῦ τῶν λόγων» (Σχόλ.), ἐπεί οὐ πολύμυθος, οὐδ’ ἀφαμαρτοεπής Ἰλ. Γ. 215.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui s'égare dans ses discours.
Étymologie: ἀφαμαρτάνω, ἔπος.

English (Autenrieth)

missing the point in speech, ‘rambling speaker,’ Il. 3.215†.

Spanish (DGE)

(ἀφᾰμαρτοεπής) -ές
que habla incorrectamente Μενέλαος ... ἀγόρευε ... μάλα λιγέως, ἐπεὶ οὐ πολύμυθος οὐδ' ἀ. Menelao hablaba muy claramente, pues no era charlatán ni de lenguaje incorrecto, Il.3.215.

Greek Monolingual

ἀφαμαρτοεπής, -ές (Α)
αυτός που μιλάει στην τύχη, απρόσεχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αφ- (< απο) + αμαρτοεπής].

Greek Monotonic

ἀφαμαρτοεπής: -ές (ἔπος), αυτός που μιλά στην τύχη, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀφᾰμαρτοεπής: говорящий невпопад, болтающий зря Hom.

Middle Liddell

ἔπος
random-talking, Il.