ἀφαμαρτοεπής

From LSJ

ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφᾰμαρτοεπής Medium diacritics: ἀφαμαρτοεπής Low diacritics: αφαμαρτοεπής Capitals: ΑΦΑΜΑΡΤΟΕΠΗΣ
Transliteration A: aphamartoepḗs Transliteration B: aphamartoepēs Transliteration C: afamartoepis Beta Code: a)famartoeph/s

English (LSJ)

ἀφαμαρτοεπές, = ἁμαρτοεπής, talking at random, Il.3.215.

Spanish (DGE)

(ἀφᾰμαρτοεπής) -ές
que habla incorrectamente Μενέλαος ... ἀγόρευε ... μάλα λιγέως, ἐπεὶ οὐ πολύμυθος οὐδ' ἀ. Menelao hablaba muy claramente, pues no era charlatán ni de lenguaje incorrecto, Il.3.215.

German (Pape)

[Seite 406] ές (ἔπος), in der Rede abirrend, den Zweck derselben verfehlend, Il. 3, 215.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui s'égare dans ses discours.
Étymologie: ἀφαμαρτάνω, ἔπος.

Russian (Dvoretsky)

ἀφᾰμαρτοεπής: говорящий невпопад, болтающий зря Hom.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφαμαρτοεπής: -ές, ἀμαρτοεπής, «ὁ ἀποτυγχάνων τοῦ σκοποῦ τῶν λόγων» (Σχόλ.), ἐπεί οὐ πολύμυθος, οὐδ’ ἀφαμαρτοεπής Ἰλ. Γ. 215.

English (Autenrieth)

missing the point in speech, ‘rambling speaker,’ Il. 3.215†.

Greek Monolingual

ἀφαμαρτοεπής, -ές (Α)
αυτός που μιλάει στην τύχη, απρόσεχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αφ- (< απο) + αμαρτοεπής].

Greek Monotonic

ἀφαμαρτοεπής: -ές (ἔπος), αυτός που μιλά στην τύχη, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἔπος
random-talking, Il.