ἡδύδειπνος
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
ον, dainty-supping, name of a parasite, Alciphr.3.68 tit.
Greek (Liddell-Scott)
ἡδύδειπνος: -ον, δειπνῶν· ἡδονικῶς, πολυδαπάνως, Bon-souper, ὄνομα παρασίτου, Ἀλκίφρ. 3. 68.
Greek Monolingual
ἡδύδειπνος, -ον (Α)
(ονομασία ενός παρασίτου) αυτός που τρώει με γλυκό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + δείπνον].