ἡσύχιμος

Revision as of 10:54, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

Dor. ἁσύχιμος (v.l. ἡσ-), ον, = ἥσυχος, ἁμέρα Pi.O.2.32.

German (Pape)

[Seite 1178] = ἥσυχος, dor. ἁσύχιμος ἁμέρα Pind. Ol. 2, 32.

Greek (Liddell-Scott)

ἡσύχιμος: Δωρ. ἁσύχ-, ον = ἥσυχος, ἁμέρα Πίνδ. Ο. 2. 58.

English (Slater)

ἡςῠχῐμος, -ον
   1 peaceful οὐδ' ἡσύχιμον ἁμέραν ὁπότε παῖδ ἀελίου ἀτειρεῖ σὺν ἀγαθῷ τελευτάσομεν (Mommsen: ἁσύχιμον codd.) (O. 2.32)

Greek Monolingual

ἡσύχιμος και δωρ. τ. ἁσύχιμος, -ον (Α)
ήσυχος («ἁσύχιμον ἁμέραν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. του ήσυχος].

Greek Monotonic

ἡσύχιμος: Δωρ. ἁσύχ-, -ον, = ἥσυχος, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ἡσύχιμος: дор. ἁσύχιμος 2 (ᾱσῠ) Pind. = ἡσύχιος.

Middle Liddell

= ἥσυχος, Pind.