ἡμερωτής
From LSJ
ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all
English (LSJ)
οῦ, ὁ, tamer, civilizer, of Hercules, Max.Tyr.3.7.
German (Pape)
[Seite 1166] ὁ, heißt Herakles bei Max. Tyr. 3, 7, der das Land von wilden Thieren befrei'te.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμερωτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐξημερώνων, Ἡρακλέα τόν ἡμερωτήν τῆς γῆς Μάξ. Τύρ. 3. 7.
Greek Monolingual
ο (Α ἡμερωτής) ημερώ
νεοελλ.
δαμαστής
αρχ.
(για τον Ηρακλή) αυτός που απάλλαξε τη γη από ληστές κακοποιούς, θηρία κ.λπ.