Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
Full diacritics: ἰσμή | Medium diacritics: ἰσμή | Low diacritics: ισμή | Capitals: ΙΣΜΗ |
Transliteration A: ismḗ | Transliteration B: ismē | Transliteration C: ismi | Beta Code: i)smh/ |
ἡ, (οἶδα, ἴσμεν) knowledge, Hsch.
ἴσμη (κώδ. ἰσμή), ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «πρόφασις, σύνεσις, φρόνησις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴδ-μη
η λ. σχηματίστηκε από τη μηδενισμένη βαθμίδα ἰδ- του ρ. οἶδα].