ὀρθόνοτος
From LSJ
Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt
English (LSJ)
ὁ, v. ὀρθρόνοτος.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθόνοτος: ὁ, ἴδε ὀρθρόνοτος.
Greek Monolingual
ὀρθόνοτος, -ον (Α)
βλ. ορθρόνοτος.