ὑποδηματάριος
From LSJ
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
English (LSJ)
ὁ, sandalmaker, shoemaker, IG9(2).16.16 (Hypata, ii A. D.), Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποδηματάριος: ὁ, ὑποδηματορράφος, ὑποδηματοποιός, «ὑποδηματᾶς», Κουρτ. Ἀττικ. Ἐπιγρ. 193.
Greek Monolingual
ὁ, Α
κατασκευαστής υποδημάτων, υποδηματοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπόδημα, ὑποδήματος + κατάλ. -άριος (< λατ. κατάλ. -arius, πρβλ. πλακουντ-άριος].